στολίς

στολίς
-ίδος, ἡ, Α
1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.)
2. ιστίο, πανί («νηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.)
3. ρυτίδα, ζαρωματιά τού δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.)
4. πτυχή διαφόρων οργάνων τού σώματος («ή μήτρα κατά τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο», Σωρ.)
5. στον πληθ. αἱ στολίδες
πτυχές ενδύματος, πιέτες («πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῑσιν τείνουσιν», Ευρ.)
6. φρ. «νεθρών στολίδες» — δέρματα που φοριούνται ως φορέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στολίς — garment fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίδα — στολίς garment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίδας — στολίς garment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίδες — στολίς garment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίδεσσιν — στολίς garment fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίδος — στολίς garment fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίδων — στολίς garment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολιδούμαι — όομαι, ΝΑ [στολίς, ίδος] νεοελλ. (για τον φλοιό τής Γης) υφίσταμαι στολίδωση* αρχ. 1. στολίζομαι, ντύνομαι ωραία 2. σχηματίζω πτυχές, ρυτιδώνομαι …   Dictionary of Greek

  • στολιδώδης — ῶδες, Α [στολίς, ίδος] γεμάτος πτυχές …   Dictionary of Greek

  • στολίσι — στολίσῑ , στόλισις a clothing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) στολίς garment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”